- αχθοφόρος
- ο (Α ἀχθοφόρος, -ον)ο εργάτης που μεταφέρει φορτίααρχ.φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» — ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + -φορος < φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀχθοφόρος — bearing burdens masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχθοφόρος — ο αυτός που σηκώνει και μεταφέρει βάρη, ο βαστάζος, ο χαμάλης: Ένας αχθοφόρος έβαλε τα πράγματά τους στο πλοίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχθοφόρον — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem acc sg ἀχθοφόρος bearing burdens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρα — ἀχθοφόρος bearing burdens neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόροι — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόροις — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόροισιν — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρου — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρους — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρων — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)